15 Νοεμβρίου 2024
Καταλύτης για την ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης, την ποιότητα ζωής των πολιτών της, αλλά και την ανταγωνιστικότητα του εθνικού εκθεσιακού φορέα θα είναι η ανάπλαση του Διεθνούς Εκθεσιακού Κέντρου. Το εμβληματικό αυτό έργο, που έχει μπει πλέον στις «ράγες» μετά από συστηματική και πολυετή προσπάθεια, είναι μια win-win-win κατάσταση για τη Θεσσαλονίκη, τους πολίτες της και την εκθεσιακή της δραστηριότητα. Ειδικότερα, θα δώσει απάντηση στην αγωνία της πόλης για την οικονομική της ανάπτυξη, καθώς θα συμβάλλει στη μετατροπή της σε ένα επιχειρηματικό hub για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, αλλά και σε έναν τουριστικό προορισμό, θα προσφέρει ένα αστικό πάρκο πρασίνου και αναψυχής, δίνοντας μια μεγάλη «ανάσα» στο κέντρο και βελτιώνοντας την καθημερινότητα των πολιτών, ενώ παράλληλα θα ενισχύσει τον τοπικό, περιφερειακό και διεθνή ρόλο του εκθεσιακού φορέα.
Το κρίσιμο αυτό διακύβευμα της ανάπλασης του Διεθνούς Εκθεσιακού Κέντρου Θεσσαλονίκης που αφορά τη ΔΕΘ του μέλλοντός μας παρουσιάζει η ΔΕΘ-HELEXPO στη ειδική συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου του δήμου Θεσσαλονίκης.
Η ανάπλαση θα φέρει στην πόλη το πλέον βιοκλιματικό εκθεσιακό και συνεδριακό κέντρο στην Ευρώπη, αλλά και ένα αστικό πάρκο, έναν πνεύμονα πρασίνου στην «καρδιά» της Θεσσαλονίκης. Βάσει του αναθεωρημένου σχεδίου, μετά και τις τελευταίες τροποποιήσεις που έλαβαν υπόψη τις προτάσεις του δήμου Θεσσαλονίκης, η κάλυψη των κτιρίων του νέου εκθεσιακού κέντρου θα μειωθεί κατά 20% στα 53.800 τ.μ. από τα 67.000 τ.μ. που είναι σήμερα. Ο σημερινός μηδενικός χώρος πρασίνου θα δώσει τη θέση του σε ένα αστικό πάρκο 113.616 τ.μ. (μαζί με την Αγ. Φωτεινή), με περισσότερα από 3.000 δέντρα σε σχέση με τα 188 που υπάρχουν σήμερα στον χώρο της ΔΕΘ. Για τη συντήρηση του αστικού αυτού πάρκου θα είναι υπεύθυνη η ΔΕΘ-HELEXPO. Οι δε χώροι της ΔΕΘ δεν θα έχουν περίφραξη, ώστε να υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση στους πολίτες. Παράλληλα, δημιουργούνται 1.660 υπόγειες θέσεις στάθμευσης, οι οποίες θα εκτονώσουν σημαντικό μέρος του κυκλοφοριακού φόρτου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, ενώ από το υφιστάμενο εκθεσιακό κέντρο θα διατηρηθούν πέντε κτίρια: το MOMus, ο Πύργος του ΟΤΕ, το Περίπτερο Esso Pappas, το Παλαί ντε Σπορ και το Τόξο της ΧΑΝΘ.
Προφανή οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη
Τα οικονομικά οφέλη για την πόλη είναι προφανή ήδη από την πρώτη στιγμή της υλοποίησης του έργου: μόνο στη φάση κατασκευής του η οικονομική δραστηριότητα θα ανέλθει σε 70 με 80 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, με 1.000 θέσεις εργασίας κάθε χρόνο. Όταν δε το εκθεσιακό κέντρο λειτουργήσει, το οικονομικό προϊόν θα ανέρχεται σε 350-400 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, δημιουργώντας περισσότερες από 1.500 θέσεις εργασίας τον χρόνο.
Σημαντικά όμως είναι και τα περιβαλλοντικά οφέλη. Το νέο Διεθνές Εκθεσιακό και Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλονίκης θα είναι το πλέον βιοκλιματικό της Ευρώπης, με εξοικονόμηση ενέργειας κατά 70%, μέσω ενός συνδυασμού ηλιακής, θερμικής και γεωθερμικής ενέργειας, αλλά και με μείωση κατά 40%-50% της κατανάλωσης νερού.
Η ωρίμανση του έργου
Το έργο έχει ενταχθεί στο Αναπτυξιακό Πρόγραμμα Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας, λαμβάνοντας έγκριση από την Κυβερνητική Επιτροπή και διασφαλίζοντας σημαντική υποστήριξη. Τον Αύγουστο μάλιστα η ΔΕΘ-HELEXPO, το Growthfund και η Μονάδα Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας (PPF) του ΤΑΙΠΕΔ υπέγραψαν σχετική σύμβαση, η οποία σηματοδότησε την έναρξη των σταδίων για τη διενέργεια του Διεθνούς Ανοικτού Διαγωνισμού Παραχώρησης. Ειδικότερα, η ΔΕΘ-HELEXPO ανέθεσε στη Μονάδα PPF του ΤΑΙΠΕΔ να λειτουργήσει ως φορέας ωρίμανσης για το έργο, να προετοιμάσει τα τεύχη δημοπράτησής του και να διενεργήσει τον διαγωνισμό, μια διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Για όλα αυτά προηγήθηκαν 12 χρόνια μεθοδικού σχεδιασμού, κατά τη διάρκεια των οποίων πραγματοποιήθηκαν πρωτόγνωρες για τα ελληνικά δεδομένα διαδικασίες διαβούλευσης τόσο με τους φορείς όσο και με τους πολίτες.